- ἀδυμελεστέρα
- ἀ̱δυμελεστέρᾱ , ἡδυμελήςsweet-singingfem nom/voc/acc comp dual (aeolic)ἀ̱δυμελεστέρᾱ , ἡδυμελήςsweet-singingfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁδυμελεστέρα — ἁ̱δυμελεστέρᾱ , ἡδυμελής sweet singing fem nom/voc/acc comp dual (doric) ἁ̱δυμελεστέρᾱ , ἡδυμελής sweet singing fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσότερος — τέρα, ον, θηλ. και ιων. τ. έρη, Α (συγκριτ.) πιο χρυσός, πιο πολύτιμος κι από τον χρυσό («πολὺ πακτίδος ἁδυμελεστέρα, χρυσοῡ χρυσοτέρα», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. τερος* τού συγκριτ. βαθμού] … Dictionary of Greek